υἱοῖς

υἱοῖς
υἱός
huihus
masc dat pl
υἱόω
make into a son
pres opt act 2nd sg
υἱόω
make into a son
pres subj act 2nd sg
υἱόω
make into a son
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • THEBAIS — I. THEBAIS insigne Statii opus, totis 12. annis summâ curâ ab eo elaboratum. Nomen autem habet ab argumento, eod quod bellum contineat inter Eteoclem et Polynicem ad Thebas gestum, in quo duo fratres mutuis vulneribus perierunt. Iuvenal. Satyr. 7 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατακληρονομώ — κατακληρονομῶ, έω (AM) κληρονομώ εξ ολοκλήρου («ἐὰν ἐμπιστεύσῃς κατακληρονομήσεις αὐτήν», ΠΔ) αρχ. 1. αφήνω ως κληρονομιά («κατακληρονομεῑν τοῑς υἱοῑς... τὰ ὑπάρχοντα», ΠΔ) 2. μοιράζω με κλήρο 3. καθιστώ κληρονόμο κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κληροδοτώ — (AM κληροδοτῶ, έω) [κληροδότης] δίνω σε κάποιον κάτι ως μερίδιο («και φάγητε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ κληροδοτήσητε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν ἕως αἰῶνος», ΠΔ) νεοελλ. αφήνω σε κάποιον κάτι με κληροδοσία, τού τό αφήνω με διαθήκη ως κληροδότημα, τού τό παραχωρώ …   Dictionary of Greek

  • συνεισπέμπω — Α στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῑς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῑς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσπέμπω «στέλλω»] …   Dictionary of Greek

  • υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”